εκφόρτιση

εκφόρτιση
η
(ηλεκτρ.)
1. η αφαίρεση ή η απώλεια τού ηλεκτρικού φορτίου από ένα φορτισμένο σώμα
2. η αφαίρεση τών ηλεκτρικών φορτίων από τους οπλισμούς τού πυκνωτή
3. η απόδοση από έναν συσσωρευτή τής ηλεκτρικής ενέργειας που έχει συσσωρευθεί στις πλάκες του με τη δημιουργία χημικών αντιδράσεων, συνήθως αντίθετων από τις αντιδράσεις τής φόρτισης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική — Φαινόμενο στο οποίο παρουσιάζεται μείωση του ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού. Η η.ε. μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης συσκευής. Είναι δυνατόν να είναι το κύριο φαινόμενο ή ο βασικός σκοπός της συσκευής,… …   Dictionary of Greek

  • εκφόρτιση — η 1. (φυσ.), η αφαίρεση των ηλεκτρικών φορτίων από τους οπλισμούς ενός πυκνωτή. 2. (φυσ.), η απόδοση ηλεκτρικής ενέργειας που συσσωρεύτηκε στις πλάκες συσσωρευτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειότητα — η γεωλ. κάθε διεργασία ή φαινόμενο που συνδέεται με την εκφόρτιση στην επιφάνεια τής γης τηγμένου πετρώματος ή θερμού νερού και ατμού από ηφαίστεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. volcanism < volcano «ηφαίστειο» + ism. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”